ναυαγοσωστικός

ναυαγοσωστικός
η , ό[ν] мор. спасательный;

ναυαγοσωστική λέμβος — спасательная шлюпка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ναυαγοσωστικός" в других словарях:

  • ναυαγοσωστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή παίρνει μέρος στη διάσωση ή ασχολείται με τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων τα οποία κινδυνεύουν να βυθιστούν («ναυαγοσωστική λέμβος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ναυαγοσωστικό πλοίο ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο με τα… …   Dictionary of Greek

  • ναυαγοσωστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη διάσωση ναυαγών ή αυτός που έχει ως έργο τη διάσωση των ναυαγών ή των πλοίων που ναυαγούν: Στον τόπο του ναυαγίου έφτασαν δύο ναυαγοσωστικές λέμβοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυαγοσωστικό — το βλ. ναυαγοσωστικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»